αλώιος

αλώιος
ἁλώιος, -α, -ον (Α) [ἅλως]
αλωνιστικός
ἁλώια ἔργα, εργασίες που σχετίζονται με το αλώνισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁλῴων — ἁλώιος fem gen pl ἁλώιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴη — ἁλώιος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴης — ἁλώιος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴοις — ἁλώιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλώια — ἁλώιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴα — ἁλῴᾱ , ἁλώιος fem nom/voc/acc dual ἁλῴᾱ , ἁλώιος fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”